Λορέντσο Μόνακο

Λορέντσο Μόνακο
(Lorenzo Monaco, Σιένα 1370; – Φλωρεντία 1425;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πιέρο ντι Τζοβάνι (Piero di Giovanni). Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σιένα, εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου και επηρεάστηκε από τον ρυθμό των μαθητών του Τζιότο. Διάχυτος στο έργο του είναι ο συγκερασμός της παράδοσης της Σιένα και της Φλωρεντίας και του γοτθικού πνεύματος, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογοι είναι οι συνδυασμοί των χρωμάτων του, καθώς και η τάση του προς τη διακόσμηση. Το 1390 έγινε μοναχός στο μοναστήρι των Αγγέλων. Κάποια έργα του σώζονται στην εκκλησία Σάντα Μαρία Νουόβα της Φλωρεντίας, ενώ εξαιρετικό δείγμα της τεχνοτροπίας του αποτελεί η Πιετά του, που φιλοξενείται στην πινακοθήκη της Ακαδημίας της Φλωρεντίας. Από τα πολυάριθμα έργα της ώριμης περιόδου του ξεχωρίζουν ένα τρίπτυχο στο μουσείο Πράντο, πολλές μινιατούρες, που βρίσκονται στη Φλωρεντία, καθώς και Ο Ευαγγελισμός (Πινακοθήκη Ακαδημίας, Φλωρεντία). Ανάμεσα στο 1420 και στη χρονολογία θανάτου του, φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Μπαρτολίνι στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας της Φλωρεντίας. «Η στέψη της Παναγίας», έργο του Ιταλού ζωγράφου Λορέντσο Μόνακο (Εθνική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπίτσι ντι Λορέντσο — (Bicci di Lorenzo, 1373 1452). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν καλλιτέχνης με μεγάλη δραστηριότητα μεταξύ του 1416 και του 1446. Η ζωγραφική τεχνοτροπία του ανάγεται σε παλιότερες ζωγραφικές αντιλήψεις, κυρίως των Λορέντσο Μόνακο και Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • Αντζέλικο, Φρα (Μπεάτο Τζιοβάνι) — (Il Beato Fra Giovanni Angelico, Βίκιο ιν Μουτζέλο, Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1455). Ιταλός ζωγράφος. Ο Φρα Τζιοβάνι ντα Φιεζόλε, στον αιώνα του γνωστός ως ΓκουίντοΓκουιντολίνοντι Πιέτρο, επονομάστηκε Α. (δηλαδή αγγελικός) για την εξαιρετική χάρη… …   Dictionary of Greek

  • Μαζολίνο ντα Πανικάλε — (Masolino da Panicale, 1383; – 1447;). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι Κριστόφορο Φίνι (Tommaso di Cristoforo Fini). Εργάστηκε στην Τοσκάνη, στην Ουγγαρία, στη Λομβαρδία και στο Λάτιο και παλαιότερα τον θεωρούσαν δάσκαλο του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”